κλασάρω

κλασάρω
κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. -άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ-άρω, κοντρολ-άρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλασάρισμα — το [κλασάρω] ταξινόμηση εγγράφων μέσα σε κλασέρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”